- πανηγυριστήριον
- τὸ, Ατόπος όπου γίνονταν πανηγύρεις («ἐν τοῑς κοινοῑς τῆς Ἑλλάδος πανηγυριστηρίοις Ὀλυμπίασι καὶ Ἰσθμοῑ καὶ Νεμέᾳ», επιγρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πανηγυρίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. λογισ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.